- ισοπολίτις
- ἰσοπολῑτις, ἡ (Α)βλ. ισοπολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοπολίτης — ἰσοπολίτης, ό, θηλ. ἰσοπολῑτις (Α) 1. αυτός που έχει ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άλλους πολίτες σε δημοκρατικό πολίτευμα 2. πολίτης σε πόλη στην οποία έχουν παραχωρηθεί από τη Ρώμη δικαιώματα ισοπολιτείας 3. το θηλ. ή ισοπολΐτις πόλη στην… … Dictionary of Greek